πιτροπίδια

πιτροπίδια
τα, Ν
ναυτ. τα επιτροπίδια, τα τεμάχια ξύλου με τα οποία στηρίζεται πρόσκαιρα η γάστρα τών πλοίων που είναι έτοιμα για καθέλκυση, ή τα μακρά ημιστρόγγυλα τεμάχια ξύλου τα οποία τοποθετούνται κάθετα και στις δύο πλευρές τής γάστρας τών λέμβων με σκοπό τη μείωση τής διατοίχησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτροπίδια < ἐπιτροπίδια με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-. Ο τ. επιτροπίδια < πρόθ. ἐπί + τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου». Ο τ. ἐπιτροπίδια μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιτροπίδια — τα ξύλα που προστατεύουν τα πλευρά του πλοίου, επιτροπίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”